- μαντάρα
- η1) пастбище в лесу; вырубка; 2) перен. опустошение, разрушение, уничтожение;
τα 'κάνε μαντάρα — он всё уничтожил;
§ μαντάρα μας έκανες — ты нас осрамил
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τα 'κάνε μαντάρα — он всё уничтожил;
§ μαντάρα μας έκανες — ты нас осрамил
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαντάρα — η 1. τόπος γυμνός από δέντρα, κατάλληλος για βοσκή, μαδάρα 2. φρ. α) «τά κάνω μαντάρα» i) αποτυγχάνω πλήρως σε μια ενέργεια ii) καταστρέφω τα πάντα, τά κάνω άνω κάτω, προκαλώ αναστάτωση, αναταραχή β. «έγινα μαντάρα» ταλαιπωρήθηκα πολύ,… … Dictionary of Greek
μαντάρα — η βλ. μαδάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
μαδάρα — μαδάρα, η και μαντάρα, η 1. τόπος χωρίς δέντρα κατάλληλος για βοσκή. 2. φρ., «Τα κανε μαντάρα», προκάλεσε μεγάλη καταστροφή, τα έκανε άνω κάτω· «Μαντάρα μας έκανες», μας έκανες ρεζίλι, μας εξευτέλισες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
μαδάρα — και μαντάρα, η (Μ μαδάρα) 1. αποψιλωμένος, γυμνός, άδενδρος τόπος, περιοχή κατάλληλη για βοσκή 2. ερήμωση, καταστροφή νεοελλ. 1. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Μαδάρες τα Λευκά Όρη τής Δυτ. Κρήτης 2. (στον εν. ως κύρ. όν.) η Μαδάρα το όρος Κωλόν… … Dictionary of Greek
Καμερούν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καμερούν Έκταση: 475.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.184.748 (2002) Πρωτεύουσα: Γιαουντέ (1.154.400 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Στα Β οριοθετείται από τη λίμνη Τσαντ, στα Α συνορεύει με το Τσαντ και την… … Dictionary of Greek
μαδιάμ — Μαδιάμ, η άκλ., στη φρ. «γης Μαδιάμ», κατάσταση αταξίας, καταστροφή, ερείπια: Όρμησε θυμωμένος στο μαγαζί και τα έκανε γης Μαδιάμ. Όμοιες φράσεις: «Τα κανε μαντάρα», «Τα κανε κεραμιδαριό» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαντάρω — και μανταρίζω (λ. ιταλ.), μάνταρα και μαντάρισα, μανταρίστηκα, μανταρισμένος, επιδιορθώνω με κλωστή φθαρμένο ρούχο, καρικώνω: Η μητέρα μάνταρε το σκισμένο παντελόνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)